- κοκιμβίτης
- ο(ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coquimbite < γερμ. Coquimbit (< Coquimbo, επαρχία τής Χιλής όπου το ορυκτό ανακαλύφθηκε αρχικά) + κατάλ. -it].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.